παρατήρησις

παρατήρησις
3907 παρατήρησις
{сущ., 1}
наблюдение; с 3326 (μετά) обозн. заметным образом (Лк. 17:20).*
ключ.сл.

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παρατήρησις" в других словарях:

  • παρατήρησις — observation fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήσει — παρατήρησις observation fem nom/voc/acc dual (attic epic) παρατηρήσεϊ , παρατήρησις observation fem dat sg (epic) παρατήρησις observation fem dat sg (attic ionic) παρατηρέω watch closely aor subj act 3rd sg (epic) παρατηρέω watch closely fut ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήσεις — παρατήρησις observation fem nom/voc pl (attic epic) παρατήρησις observation fem nom/acc pl (attic) παρατηρέω watch closely aor subj act 2nd sg (epic) παρατηρέω watch closely fut ind act 2nd sg παρατηρέω watch closely aor subj act 2nd sg (epic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήσεσι — παρατήρησις observation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήσεσιν — παρατήρησις observation fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατήρησιν — παρατήρησις observation fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατήρηση — η / παρατήρησις, ήσεως, ΝΜΑ [παρατηρώ] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατηρώ 2. η ένταση τής προσοχής, προσεκτική παρακολούθηση («παρατήρηση τής αλληλουχίας τών γεγονότων») 3. γραμμ. ό,τι σημειώνει, εξετάζει ή σχολιάζει κανείς («ἐκεῑνα… …   Dictionary of Greek

  • παρατηρήσιμος — η, ο / παρατηρήσιμος, ον, ΝΑ [παρατήρησις] αυτός που μπορεί να παρατηρηθεί …   Dictionary of Greek

  • συνασκώ — έω, ΜΑ [ἀσκῶ] μσν. εκκλ. ασκούμαι στον μοναχικό βίο μαζί με άλλον αρχ. 1. ασκώ ή εξασκώ κάποιον σε κάτι ακόμη 2. βοηθώ κάποιον να ασκηθεί σε κάτι 3. εκπαιδεύω κάποιον πλήρως («πανταχόθεν ἑαυτὸν συνασκῶν», Διογ. Λαέρ.) 4. συνεργώ σε κάτι 5.… …   Dictionary of Greek

  • παρατηρήσεων — παρατηρήσεω̆ν , παρατήρησις observation fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρατηρήσεως — παρατηρήσεω̆ς , παρατήρησις observation fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»